- κιλοβατώρες
- киловат-чаcови
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
Ασουάν — (Aswàn). Πόλη (1.113.500 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, στην Άνω Αίγυπτο, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (679 τ. χλμ.). Η πόλη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Συήνης. Εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Νείλου, επάνω σε μια χαμηλή… … Dictionary of Greek